ναζιστικός

ναζιστικός
-ή, -ό [ναζιστής]
αυτός που είναι χαρακτηριστικός τών ναζί ή ανήκει και αναφέρεται στον ναζισμό.
επίρρ...
ναζιστικά
με ναζιστικό τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ναζιστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ναζισμό, φασιστικός: Ναζιστική θεωρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Nikolaos Michaloliakos — Nikolaos G. Michaloliakos (Greek: Νικόλαος Γ. Μιχαλολιάκος) (born 1957) is the leader of Hrisi Avgi, a Greek national socialist organisation. Contents 1 Life 1.1 Member of the Athens Municipal Council 2 Publications …   Wikipedia

  • εθνικισμός — Η προσήλωση σε μεγάλο βαθμό στο έθνος και στα εθνικά ιδανικά, που ορισμένες φορές συνοδεύεται από ξενοφοβία και επιθυμία απομόνωσης· εθνική συνείδηση που χαρακτηρίζεται από την πεποίθηση ότι το έθνος υπερέχει από τα άλλα και οφείλει να προβάλλει… …   Dictionary of Greek

  • χιτλερικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που αναφέρεται στον Χίτλερ ή συνδέεται με το όνομα, με το ποιόν και με την πολιτική τού Χίτλερ, ναζιστικός, φασιστικός (α. «χιτλερική ιδεολογία» β. «χιτλερική νεολαία» γ. «χιτλερικά στρατόπεδα συγκέντρωσης») 2. το αρσ. και θηλ.… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”